ὁλοσχερές

ὁλοσχερές
ὁλοσχερής
whole
masc/fem voc sg
ὁλοσχερής
whole
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ολοσχερής — ές (ΑΜ ὁλοσχερής, ές) ολοκληρωτικός, ολόκληρος, πλήρης, εντελής, τέλειος («ολοσχερής καταστροφή») αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός, εκτεταμένος, σπουδαίος, μεγάλος («ἅμα δὲ τῷ τούτων ὁλοσχερεστέραν γενέσθαι τὴν συμπλοκήν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”